Anonymous

καρπίζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[καρπός]]), κάνω [[κάτι]] να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, [[λιπαίνω]] το [[έδαφος]] καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ.
|lsmtext='''καρπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[καρπός]]), κάνω [[κάτι]] να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, [[λιπαίνω]] το [[έδαφος]] καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρπίζω:''' досл. оплодотворять, перен. орошать, утучнять (ἄχλοα πεδία Eur.).
}}
}}