Anonymous

καρπός: Difference between revisions

From LSJ
1,866 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρπός:''' (Α), ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[καρπός]], [[καρπὸς]] ἀρούρης, δηλ. [[σιτάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως επίσης, <i>κ.Δήμητρος</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για δέντρα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[παραγωγή]], [[κέρδος]], όφελος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ καρποὶ ἐκ [[τῶν]] ἀγελῶν, η [[παραγωγή]] των κοπαδιών, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για ενέργειες, [[καρπός]], [[αποτέλεσμα]], [[κέρδος]], εἰκαρπὸς [[ἔσται]] θεσφάτοισι, εάν οι χρησμοδοτήσεις του καρποφορήσουν, δηλ. επαληθευτούν, σε Αισχύλ.· <i>γλώσσης ματαίας κ</i>., δηλ. κατάρες, στον ίδ.· <i>κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε</i>, σε Πίνδ.· <i>κ. φρενῶν</i>, [[σοφία]], στον ίδ.<br /><b class="num">• [[καρπός]]:</b> (Β), ὁ, [[καρπός]] χεριού, σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''καρπός:''' (Α), ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[καρπός]], [[καρπὸς]] ἀρούρης, δηλ. [[σιτάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως επίσης, <i>κ.Δήμητρος</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για δέντρα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[παραγωγή]], [[κέρδος]], όφελος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ καρποὶ ἐκ [[τῶν]] ἀγελῶν, η [[παραγωγή]] των κοπαδιών, σε Ξεν.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για ενέργειες, [[καρπός]], [[αποτέλεσμα]], [[κέρδος]], εἰκαρπὸς [[ἔσται]] θεσφάτοισι, εάν οι χρησμοδοτήσεις του καρποφορήσουν, δηλ. επαληθευτούν, σε Αισχύλ.· <i>γλώσσης ματαίας κ</i>., δηλ. κατάρες, στον ίδ.· <i>κ. ἐπέων οὐ κατέφθινε</i>, σε Πίνδ.· <i>κ. φρενῶν</i>, [[σοφία]], στον ίδ.<br /><b class="num">• [[καρπός]]:</b> (Β), ὁ, [[καρπός]] χεριού, σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρπός:''' <b class="num">I</b> ὁ (тж. собират.)<br /><b class="num">1)</b> плод (λωτοῖο Hom.; ἐλαίας Pind.; βύβλου Aesch.; δένδρων Plat.): κ. ἀρούρης Hom. плоды земли (хлеб, зерно, но тж. вино); κ. Δήμητρος Her. плоды Деметры, т. е. хлебные злаки; κ. [[ἀμπέλινος]] Her. виноград или виноградное вино; ὑγροὶ καὶ ξηροὶ καρποί Xen. плоды жидкие (вино, масло) и сухие (хлеб); ὁ κ. τῆς κοιλίας NT плод чрева, дитя; κ. τῆς ὀσφύος NT = οἱ ἀπόγονοι; κ. χειλέων NT = λόγοι; ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ [[δένδρον]] γινώσκεται погов. NT по плоду узнается дерево;<br /><b class="num">2)</b> произведение, тж. сбор, урожай или сельскохозяйственный доход: ὁ [[πρῶτος]] κ. Her. предыдущий урожай; κ. γαίας καὶ βοτῶν Aesch. земледельческие и животноводческие продукты;<br /><b class="num">3)</b> перен. плод, результат (καρπόν τινα θερίζειν Plat.): κ. ἐπέων Pind. поэзия; κ. φρενῶν Pind. мудрость; γλώσσης ματαίας κ. Aesch. безрассудные речи; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. лживые речи не увенчаются успехом; εἰ κ. [[ἔσται]] θεσφάτοισι Λοξίου Aesch. если оправдаются предсказания Локсия.<br /><b class="num">II</b> ὁ запястье (χειρός Hom., Eur., Arst.).
}}
}}