3,274,873
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάπηλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> μικροέμπορος, [[μεταπωλητής]], [[γυρολόγος]], [[πλανόδιος]] [[έμπορος]], [[πωλητής]] του δρόμου, [[πραματευτής]], [[άνθρωπος]] που κάνει παζάρια, Λατ. [[institor]], σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το [[ἔμπορος]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· <i>κ. ἀσπίδων</i>, <i>ὅπλων</i>, [[προμηθευτής]] σε..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδιοκτήτης]] καπηλειού, [[ταβερνιάρης]], [[οινοπώλης]], [[πανδοχέας]], Λατ. [[caupo]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., <i>κ. πονηρίας</i>, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, [[πανούργος]], σε Δημ. | |lsmtext='''κάπηλος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> μικροέμπορος, [[μεταπωλητής]], [[γυρολόγος]], [[πλανόδιος]] [[έμπορος]], [[πωλητής]] του δρόμου, [[πραματευτής]], [[άνθρωπος]] που κάνει παζάρια, Λατ. [[institor]], σε Ηρόδ., Αττ.· αντίθ. προς το [[ἔμπορος]], σε Ξεν. κ.λπ.· λέγεται για το Δαρείο και για τις αυστηρές οικονομικές του ρυθμίσεις, σε Ηρόδ.· <i>κ. ἀσπίδων</i>, <i>ὅπλων</i>, [[προμηθευτής]] σε..., σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδιοκτήτης]] καπηλειού, [[ταβερνιάρης]], [[οινοπώλης]], [[πανδοχέας]], Λατ. [[caupo]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., <i>κ. πονηρίας</i>, αυτός που μεταχειρίζεται δόλους, [[πανούργος]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κάπηλος:''' <b class="num">I</b> (ᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> мелкий торговец, лавочник, торговец в разнос (κάπηλοι καὶ χειρώνακτες καὶ [[ἀγοραῖοι]] Her.; πρίασθαί τι παρὰ τοῦ καπήλου καὶ ἐμπόρου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> трактирщик, кабатчик Arph., Lys., Luc.;<br /><b class="num">3)</b> торгаш, плут, мошенник Her., Dem.<br />торгашеский, плутовской, мошеннический (τεχνήματα Aesch.). | |||
}} | }} |