Anonymous

καθευρίσκω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], σε Λουκ. — Παθ., <i>καθευρέθη κοσμοῦσα</i>, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ.
|lsmtext='''καθευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], σε Λουκ. — Παθ., <i>καθευρέθη κοσμοῦσα</i>, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθευρίσκω:''' находить, обнаруживать (τινά Luc.): καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα Soph. (Антигона) была застигнута за приготовлением могилы (своему брату) (v. l. καθῃρέθη была схвачена, от [[καθαιρέω]]).
}}
}}