3,270,341
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], σε Λουκ. — Παθ., <i>καθευρέθη κοσμοῦσα</i>, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ. | |lsmtext='''καθευρίσκω:''' μέλ. <i>-ευρήσω</i>, [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], σε Λουκ. — Παθ., <i>καθευρέθη κοσμοῦσα</i>, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰθευρίσκω:''' находить, обнаруживать (τινά Luc.): καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα Soph. (Антигона) была застигнута за приготовлением могилы (своему брату) (v. l. καθῃρέθη была схвачена, от [[καθαιρέω]]). | |||
}} | }} |