Anonymous

κανδύταλις: Difference between revisions

From LSJ
2b
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κανδύταλις]], -ιδος, ὁ (Α)<br />[[κανδυτάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. τών [[κανδυτάνη]], [[κανδύλη]] και πιθ. [[προϊόν]] συμφυρμού τους].
|mltxt=[[κανδύταλις]], -ιδος, ὁ (Α)<br />[[κανδυτάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. τών [[κανδυτάνη]], [[κανδύλη]] και πιθ. [[προϊόν]] συμφυρμού τους].
}}
{{elru
|elrutext='''κανδύτᾰλις:''' ιδος (ῠ) ὁ платяной сундук или шкаф Men.
}}
}}