Anonymous

καταβλέπω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβλέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κοιτώ προς τα [[κάτω]], [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου προς το [[μέρος]] κάποιου, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταβλέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κοιτώ προς τα [[κάτω]], [[στρέφω]] το [[βλέμμα]] μου προς το [[μέρος]] κάποιου, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβλέπω:''' глядеть (вниз), смотреть, разглядывать (τινά и εἴς τινα [[ἄνωθεν]] Plut.).
}}
}}