Anonymous

καταβιβρώσκω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβιβρώσκω:''' μέλ. <i>-βρώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έβρων</i>, Παθ. παρακ. <i>-βέβρωμα</i>, αόρ. αʹ <i>-εβρώθην</i>· κατατρώω, [[καταβροχθίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''καταβιβρώσκω:''' μέλ. <i>-βρώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έβρων</i>, Παθ. παρακ. <i>-βέβρωμα</i>, αόρ. αʹ <i>-εβρώθην</i>· κατατρώω, [[καταβροχθίζω]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβιβρώσκω:''' (fut. [[καταβρώσομαι]], aor. 1 κατέβρωσα, aor. 2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα; pass.: pf. καταβέβρωμαι, aor. κατεβρώθην) съедать (ἄμβροτον [[εἶδαρ]] Hom.; καταβεβρωμένα ὑπὸ μυῶν Arst.): [[ὥστε]] [[ἐκπέποται]] καὶ καταβέβρωται ὁ [[πρῶτος]] [[καρπός]] Her. когда выпит и съеден сбор предыдущего урожая; τὰ διεφθαρμένα καὶ καταβεβρωμένα Plat. размытые и выветрившиеся местности.
}}
}}