Anonymous

καλός: Difference between revisions

From LSJ
2,553 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλός:''' -ή, -όν, όμορφος, [[ωραίος]], [[δίκαιος]], Λατ. [[pulcher]], λέγεται ως χαρακτηριστικό της εξωτερικής μορφής, σε Όμηρ. κ.λπ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> καλὸς [[δέμας]], [[καλός]] στο [[σώμα]], με [[καλή]] σωματική [[διάπλαση]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, <i>εἶδοςκάλλιστος</i>, σε Ξεν.· καλὸς τὸ [[σῶμα]], στον ίδ.· με απαρ., κ. [[εἰσοράασθαι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> τὸ [[καλόν]] όπως το [[κάλλος]], [[ομορφιά]], σε Ευρ. κ.λπ.· τὰ [[καλά]], [[ευπρέπεια]], [[σεμνότητα]], ανθρωπιά, [[κοσμιότητα]], αρετές του ανθρώπινου βίου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως προς την [[χρήση]], όμορφος, [[αίσιος]], [[κατάλληλος]], [[καλός]], κ. [[λιμήν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>καλὸς εἴς τι</i>, σε Ξεν.· [[πρός]] τι, σε Πλάτ.· με απαρ., [[κάλλιστος]] τρέχειν, σε Ξεν.· [[ιδίως]] στις ακόλουθες φράσεις, <i>ἐνκαλῷ</i> (<i>τόπῳ</i>), σε [[καλή]] [[θέση]], σε Θουκ.· <i>ἐν καλῷ τοῦ κόλπου</i>, <i>τῆς πόλεως</i>, σε Ξεν.· <i>ἐν κ</i>. (ενν. <i>χρόνῳ</i>), την κατάλληλη ώρα, την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Ευρ.· ομοίως και, [[καλόν]] ἐστι, με απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για θυσίες, [[καλός]], [[αίσιος]], [[ευοίωνος]], [[ευνοϊκός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], όμορφος, [[καλός]], [[ευγενής]], [[καλόν]] (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>καλὰ ἔργματα</i>, συγγενείς πράξεις, σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> τὸ [[καλόν]], [[ηθική]] [[ομορφιά]], [[αρετή]], αντίθ. προς <i>τὸ αἰσχρόν</i> (τα [[honestum]] και [[turpe]] του Κικέρωνα), σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>σε Αττ. όχι [[σπανίως]] ειρωνικά, όπως το Λατ. [[praeclarus]], [[θαυμάσιος]], [[λαμπρός]], [[ευγενικός]], κ. γὰρ οὑμὸς [[βίοτος]], [[ὥστε]] θαυμάσαι, σε Σοφ.· μετ' ὀνομάτων [[καλῶν]], σε Θουκ. <b>Β.</b> ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ· συγκρ. [[καλλίων]] [ι], <i>-ον</i>, υπερθ. [[κάλλιστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Όμηρ. κ.λπ. <b>Γ.</b> Επίρρ., [[καλόν]] ως επίρρ., <i>καλὸν ἀείδειν</i> κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως [[καλά]], σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ [[καλόν]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ομαλ. επίρρ. [[καλῶς]], [[κυρίως]] με [[ηθική]] [[σημασία]], [[καλώς]], [[ορθώς]], [[δικαίως]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καλῶς]] [[ζῆν]], <i>τεθνηκέναι κ.λπ</i>., σε Σοφ. κ.λπ.· οὐ [[καλῶς]] ταρβεῖς, στον ίδ.· [[συχνά]] στη [[φράση]] [[καλῶς]] καὶ εὖ, [[καλῶς]] τε καὶ εὖ, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[καλή]] [[τύχη]], [[καλώς]], ευτυχώς, <i>κ. πράσσειν = εὖ πρ</i>., σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>κ. ἔχειν</i>, [[ευτυχώ]] ως προς [[κάτι]], στον ίδ.· κ. [[ἔχει]], με απαρ., είναι καλό να..., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[καλῶς]] = [[πάνυ]], [[τελείως]], κ. [[ἔξοιδα]], σε Σοφ.· ομοίως και στον συγκρ., [[κάλλιον]] [[εἰδέναι]], σε Πλάτ.· και σε υπερθ., [[κάλλιστα]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>κ. ποιῶν</i>, ως επίρρ., [[ορθώς]], [[δικαίως]], Λατ. [[merito]], <i>κ. ποιῶν ἀπόλλυται</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">5.</b> σε απαντήσεις, ως [[επιδοκιμασία]] των λόγων του προηγούμενου ομιλητή, [[πολύ]] [[καλά]]! Λατ. [[euge]], σε Ευρ., Δημ.· [[αλλά]] επίσης, όταν αρνείται [[κάποιος]] μια [[προσφορά]] ευγενικά ή με [[ειρωνεία]], σ' [[ευχαριστώ]]! Λατ. [[benigne]], σε Αριστοφ.· και στον υπερθ. <i>κάλλιστ'</i>, <i>ἐπαινῶ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> ειρων., [[λαμπρά]], Λατ. [[belle]], σε Σοφ., Ευρ. <b>Δ.</b> ΠΟΣΟΤΗΤΑ· <i>ᾱ</i> στους Επικ. Ποιητές, <i>ᾰ</i> σε Αττ.· σε μεταγεν. Ποιητές <i>ᾰ</i> ή <i>ᾱ</i>, αντιστοίχως των απαιτήσεων, των αναγκών δηλ. του μέτρου.
|lsmtext='''καλός:''' -ή, -όν, όμορφος, [[ωραίος]], [[δίκαιος]], Λατ. [[pulcher]], λέγεται ως χαρακτηριστικό της εξωτερικής μορφής, σε Όμηρ. κ.λπ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> καλὸς [[δέμας]], [[καλός]] στο [[σώμα]], με [[καλή]] σωματική [[διάπλαση]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, <i>εἶδοςκάλλιστος</i>, σε Ξεν.· καλὸς τὸ [[σῶμα]], στον ίδ.· με απαρ., κ. [[εἰσοράασθαι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> τὸ [[καλόν]] όπως το [[κάλλος]], [[ομορφιά]], σε Ευρ. κ.λπ.· τὰ [[καλά]], [[ευπρέπεια]], [[σεμνότητα]], ανθρωπιά, [[κοσμιότητα]], αρετές του ανθρώπινου βίου, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως προς την [[χρήση]], όμορφος, [[αίσιος]], [[κατάλληλος]], [[καλός]], κ. [[λιμήν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>καλὸς εἴς τι</i>, σε Ξεν.· [[πρός]] τι, σε Πλάτ.· με απαρ., [[κάλλιστος]] τρέχειν, σε Ξεν.· [[ιδίως]] στις ακόλουθες φράσεις, <i>ἐνκαλῷ</i> (<i>τόπῳ</i>), σε [[καλή]] [[θέση]], σε Θουκ.· <i>ἐν καλῷ τοῦ κόλπου</i>, <i>τῆς πόλεως</i>, σε Ξεν.· <i>ἐν κ</i>. (ενν. <i>χρόνῳ</i>), την κατάλληλη ώρα, την κατάλληλη [[στιγμή]], σε Ευρ.· ομοίως και, [[καλόν]] ἐστι, με απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για θυσίες, [[καλός]], [[αίσιος]], [[ευοίωνος]], [[ευνοϊκός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], όμορφος, [[καλός]], [[ευγενής]], [[καλόν]] (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>καλὰ ἔργματα</i>, συγγενείς πράξεις, σε Πίνδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> τὸ [[καλόν]], [[ηθική]] [[ομορφιά]], [[αρετή]], αντίθ. προς <i>τὸ αἰσχρόν</i> (τα [[honestum]] και [[turpe]] του Κικέρωνα), σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">IV.</b>σε Αττ. όχι [[σπανίως]] ειρωνικά, όπως το Λατ. [[praeclarus]], [[θαυμάσιος]], [[λαμπρός]], [[ευγενικός]], κ. γὰρ οὑμὸς [[βίοτος]], [[ὥστε]] θαυμάσαι, σε Σοφ.· μετ' ὀνομάτων [[καλῶν]], σε Θουκ. <b>Β.</b> ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ· συγκρ. [[καλλίων]] [ι], <i>-ον</i>, υπερθ. [[κάλλιστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Όμηρ. κ.λπ. <b>Γ.</b> Επίρρ., [[καλόν]] ως επίρρ., <i>καλὸν ἀείδειν</i> κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως [[καλά]], σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ [[καλόν]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ομαλ. επίρρ. [[καλῶς]], [[κυρίως]] με [[ηθική]] [[σημασία]], [[καλώς]], [[ορθώς]], [[δικαίως]], σε Ομήρ. Οδ.· [[καλῶς]] [[ζῆν]], <i>τεθνηκέναι κ.λπ</i>., σε Σοφ. κ.λπ.· οὐ [[καλῶς]] ταρβεῖς, στον ίδ.· [[συχνά]] στη [[φράση]] [[καλῶς]] καὶ εὖ, [[καλῶς]] τε καὶ εὖ, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[καλή]] [[τύχη]], [[καλώς]], ευτυχώς, <i>κ. πράσσειν = εὖ πρ</i>., σε Αισχύλ. κ.λπ.· <i>κ. ἔχειν</i>, [[ευτυχώ]] ως προς [[κάτι]], στον ίδ.· κ. [[ἔχει]], με απαρ., είναι καλό να..., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[καλῶς]] = [[πάνυ]], [[τελείως]], κ. [[ἔξοιδα]], σε Σοφ.· ομοίως και στον συγκρ., [[κάλλιον]] [[εἰδέναι]], σε Πλάτ.· και σε υπερθ., [[κάλλιστα]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> <i>κ. ποιῶν</i>, ως επίρρ., [[ορθώς]], [[δικαίως]], Λατ. [[merito]], <i>κ. ποιῶν ἀπόλλυται</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">5.</b> σε απαντήσεις, ως [[επιδοκιμασία]] των λόγων του προηγούμενου ομιλητή, [[πολύ]] [[καλά]]! Λατ. [[euge]], σε Ευρ., Δημ.· [[αλλά]] επίσης, όταν αρνείται [[κάποιος]] μια [[προσφορά]] ευγενικά ή με [[ειρωνεία]], σ' [[ευχαριστώ]]! Λατ. [[benigne]], σε Αριστοφ.· και στον υπερθ. <i>κάλλιστ'</i>, <i>ἐπαινῶ</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">6.</b> ειρων., [[λαμπρά]], Λατ. [[belle]], σε Σοφ., Ευρ. <b>Δ.</b> ΠΟΣΟΤΗΤΑ· <i>ᾱ</i> στους Επικ. Ποιητές, <i>ᾰ</i> σε Αττ.· σε μεταγεν. Ποιητές <i>ᾰ</i> ή <i>ᾱ</i>, αντιστοίχως των απαιτήσεων, των αναγκών δηλ. του μέτρου.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλός:''' (эп., кроме Hes., тж. ᾱ; compar. [[καλλίων]] - эп. ῐ, атт. ῑ; superl. [[κάλλιστος]])<br /><b class="num">1)</b> красивый, прекрасный, прелестный, изящный (πρόσωπα, ὄμματα, [[ζώνη]], εἵματα, [[ἀνήρ]] Hom.; [[γυνή]] Plat.; ὁ τοῦ κόκκυγος [[νεοττός]] Arst.; [[Ἀθῆναι]] Plut.; λίθοι καὶ ἀναθήματα NT): κ. [[δέμας]] Hom., κ. ἰδέᾳ Pind. или κ. [[εἶδος]] Xen., тж. κ. [[εἰσοράασθαι]] Hom. и κ. εἰσορᾶν Pind. красивый на вид;<br /><b class="num">2)</b> прекрасный, благородный, славный (ἔπη Soph.; πράξεις Arst.; [[καρδία]] καλὴ καὶ ἀγαθή NT): Σαπφὼ ἡ [[καλή]] Plat. славная Сапфо; κ. [[κἀγαθός]] Xen., Plat. etc. благороднейший, добродетельный (τὰ καλὰ κἀγαθὰ ἔργα Xen., Plat.): οἱ καλοὶ κἀγαθοί Arst. (ср. лат. [[boni]] viri) лучшие люди (в государстве), цвет общества; καλὴν συνείδησιν ἔχειν NT обладать чистой совестью; ὁ ποιμὴν ὁ κ. NT добрый пастырь;<br /><b class="num">3)</b> благоприятный, попутный ([[ἄνεμος]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> благоприятный, предвещающий добро (οἰωνοι Eur.; τὰ [[ἱερά]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> благополучный, счастливый, удачный ([[πλοῦς]] Soph.; τὸ [[τέλος]] τῆς ἐξόδου Xen.);<br /><b class="num">6)</b> чистый, настоящий ([[ἀργύριον]] Xen.);<br /><b class="num">7)</b> превосходный, отличный ([[βίοτος]] Soph.; [[στράτευμα]] Xen.; [[γέρας]] Aesch.; [[δένδρον]] NT): καλοὶ ὀφθαλμοί Plat. хорошо видящие глаза; ἡ καλὴ γῆ NT плодородная земля;<br /><b class="num">8)</b> годный, удобный, выгодный: ὁ [[λόφος]] [[κάλλιστος]] τρέχειν Xen. возвышенность, весьма удобная для состязаний в беге; [[σῶμα]] καλὸν πρὸς δρόμον Plat. тело, хорошо приспособленное к бегу - см. тж. [[καλόν]].
}}
}}