Anonymous

κατακαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακαίνω:''' = [[κατακτείνω]], μόνο σε αόρ. βʹ [[κατέκανον]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κατακαίνω:''' = [[κατακτείνω]], μόνο σε αόρ. βʹ [[κατέκανον]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακαίνω:''' (только aor. 2 κατέκᾰνον, inf. κατακανεῖν - дор. [[κακκανῆν]], part. pf. pl. κατακεκονότες - v. l. κατακανόντες) Xen., Soph. = [[κατακτείνω]].
}}
}}