Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάκλειστος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκλειστος]], -ον) [[κατακλείω]]<br />ο [[τελείως]] κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το [[σπίτι]] του, [[ούτε]] δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει [[κατάκλειστος]], αφοσιωμένος στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>2.</b> ο περιφραγμένος από [[παντού]] («το [[σπίτι]] ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατάκλειστον ποιῶ» — [[κρατώ]] σε περιορισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει [[πάντοτε]] κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]], [[βαρύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκλειστα</i><br />εντελώς [[κλειστά]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκλειστος]], -ον) [[κατακλείω]]<br />ο [[τελείως]] κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το [[σπίτι]] του, [[ούτε]] δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος («μένει [[κατάκλειστος]], αφοσιωμένος στο [[διάβασμα]]»)<br /><b>2.</b> ο περιφραγμένος από [[παντού]] («το [[σπίτι]] ήταν κατάκλειστο από τις λεμονιές»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατάκλειστον ποιῶ» — [[κρατώ]] σε περιορισμό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />([[κυρίως]] για ανύπαντρες γυναίκες) αυτή που μένει [[πάντοτε]] κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού («αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]], [[βαρύτιμος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκλειστα</i><br />εντελώς [[κλειστά]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκλειστος:''' <b class="num">1)</b> запертый (ἐν θύραις Luc.; [[οἴκοι]] Diog. L.);<br /><b class="num">2)</b> живущий взаперти ([[γυνή]] Plut.).
}}
}}