Anonymous

κατάγελως: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάγελως:''' -ωτος, ὁ, [[κοροϊδία]], [[περίπαιγμα]], [[εμπαιγμός]], Λατ. [[ludibrium]], [[ἐμαυτοῦ]] καταγέλωτα [[τάδε]], αυτά τα κοσμήματα, επισύρουν τον εμπαιγμό [[εναντίον]] μου, σε Αισχύλ.· κ. [[πλατύς]], καθαρή, γνήσια, αληθινή [[κοροϊδία]], σε Αριστοφ.· <i>ὁ κ. τῆς πράξεως</i>, το [[αποκορύφωμα]] του παράλογου ενός πράγματος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κατάγελως:''' -ωτος, ὁ, [[κοροϊδία]], [[περίπαιγμα]], [[εμπαιγμός]], Λατ. [[ludibrium]], [[ἐμαυτοῦ]] καταγέλωτα [[τάδε]], αυτά τα κοσμήματα, επισύρουν τον εμπαιγμό [[εναντίον]] μου, σε Αισχύλ.· κ. [[πλατύς]], καθαρή, γνήσια, αληθινή [[κοροϊδία]], σε Αριστοφ.· <i>ὁ κ. τῆς πράξεως</i>, το [[αποκορύφωμα]] του παράλογου ενός πράγματος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάγελως:''' ωτος ὁ<br /><b class="num">1)</b> осмеяние, тж. насмешка, острота ([[πλατύς]] Arph.): ἆρ᾽ αἰσθάνει τὸν κατάγελων; Arph. чувствуешь ли ты насмешку (т. е. что над тобой смеются)?;<br /><b class="num">2)</b> посмешище, смешное, нелепость (τῆς πράξεως Plat.): τί δῆτ᾽ ἐμαυτῆς καταγέλωτα [[ἔχω]] [[τάδε]]; Aesch. к чему на мне весь этот смешной наряд?
}}
}}