Anonymous

κατακλαίω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακλαίω:''' Αττ. -[[κλάω]] <i>[ᾱ]</i>· μέλ. [[κλαύσομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κλαίω]], [[μοιρολογώ]] [[δυνατά]], [[θρηνώ]], [[θρηνολογώ]], σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[θρηνώ]] μεγαλοφώνως, στον ίδ.
|lsmtext='''κατακλαίω:''' Αττ. -[[κλάω]] <i>[ᾱ]</i>· μέλ. [[κλαύσομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κλαίω]], [[μοιρολογώ]] [[δυνατά]], [[θρηνώ]], [[θρηνολογώ]], σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[θρηνώ]] μεγαλοφώνως, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακλαίω:''' атт. [[κατακλάω]] (λᾱ) (fut. κατακλαύσομαι, aor. κατέκλαυσα)<br /><b class="num">1)</b> тж. med. горько оплакивать (τινά Eur., Arph., Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. πολλὰ κ. Plut.) горько плакать, рыдать Eur.
}}
}}