Anonymous

καταναίω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταναίω:''' κάνω κάποιον να κατοικήσει, [[εγκαθιστώ]], χρησ. μόνο στον αόρ. αʹ [[κατένασσα]], σε Ησίοδ. — Μέσ., αόρ. αʹ <i>κατανασσαμένη</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., [[αποικώ]], [[κατοικώ]], [[διαμένω]], μόνο σε αόρ. αʹ <i>κατενάσθην</i>, στον Ευρ.· ποιητ. γʹ πληθ. <i>κατένασθεν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταναίω:''' κάνω κάποιον να κατοικήσει, [[εγκαθιστώ]], χρησ. μόνο στον αόρ. αʹ [[κατένασσα]], σε Ησίοδ. — Μέσ., αόρ. αʹ <i>κατανασσαμένη</i>, σε Αισχύλ. — Παθ., [[αποικώ]], [[κατοικώ]], [[διαμένω]], μόνο σε αόρ. αʹ <i>κατενάσθην</i>, στον Ευρ.· ποιητ. γʹ πληθ. <i>κατένασθεν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταναίω:''' (только эп. aor. [[κατένασσα]]) селить, поселять, водворять (τινὰ ἐς πείρατα γαίης, γουνοῖσι Νεμείης, ὑπὸ χθονός Hes.; med. μεγάλας δαίμονας Aesch.); med.-pass. селиться, aor. обитать (ὑπὸ δειράσι Παρνασοῦ Eur.; ἐν τῇ χώρᾳ Arph.).
}}
}}