3,271,364
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταδρομή:''' ἡ ([[καταδραμεῖν]]), [[επιδρομή]], [[εισβολή]], σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., βίαια [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[εξύβριση]], [[λοιδορία]], [[προπηλακισμός]], σε Αισχίν. | |lsmtext='''καταδρομή:''' ἡ ([[καταδραμεῖν]]), [[επιδρομή]], [[εισβολή]], σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., βίαια [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[εξύβριση]], [[λοιδορία]], [[προπηλακισμός]], σε Αισχίν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταδρομή:''' ἡ<b class="num">1)</b> набег, нашествие (καταδρομὰς ποιεῖσθαι Thuc.; καταδρομαῖς πορθεῖν χώραν τινά Plut.): καταδρομῆς γενομένης Lys. во время набега;<br /><b class="num">2)</b> перен. нападение, выпад (ἐπὶ τὸν λόγον τινός Plat.): [[κατά]] τινος πλείστην ποιεῖσθαι καταδρομήν Polyb. наброситься на кого-л. с резкими нападками. | |||
}} | }} |