Anonymous

καταδρομή: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδρομή:''' ἡ ([[καταδραμεῖν]]), [[επιδρομή]], [[εισβολή]], σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., βίαια [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[εξύβριση]], [[λοιδορία]], [[προπηλακισμός]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''καταδρομή:''' ἡ ([[καταδραμεῖν]]), [[επιδρομή]], [[εισβολή]], σε Θουκ. κ.λπ.· μεταφ., βίαια [[προσβολή]], [[επίθεση]], [[εξύβριση]], [[λοιδορία]], [[προπηλακισμός]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδρομή:''' ἡ<b class="num">1)</b> набег, нашествие (καταδρομὰς ποιεῖσθαι Thuc.; καταδρομαῖς πορθεῖν χώραν τινά Plut.): καταδρομῆς γενομένης Lys. во время набега;<br /><b class="num">2)</b> перен. нападение, выпад (ἐπὶ τὸν λόγον τινός Plat.): [[κατά]] τινος πλείστην ποιεῖσθαι καταδρομήν Polyb. наброситься на кого-л. с резкими нападками.
}}
}}