Anonymous

καταδειλιάω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδειλιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[δείχνω]] [[δειλία]], σημάδια φόβου, σε Ξεν.
|lsmtext='''καταδειλιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[δείχνω]] [[δειλία]], σημάδια φόβου, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδειλιάω:''' робеть, пугаться ([[οὐδέν]] Xen.; χειμῶνος ὥρᾳ, ἐν τῇ μάχῃ Plut.): ἐξεπλάγης ἢ κατεδειλίασας Dem. остолбеневший или оробевший.
}}
}}