Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[εκτελώ]], [[κατορθώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[επιτυγχάνω]], [[κερδίζω]], στον ίδ. — Μέσ., [[κατορθώνω]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., <i>τὰ καταπεπραγμένα</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''καταπράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[εκτελώ]], [[κατορθώνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[επιτυγχάνω]], [[κερδίζω]], στον ίδ. — Μέσ., [[κατορθώνω]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. — Παθ., <i>τὰ καταπεπραγμένα</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπράσσω:''' атт. [[καταπράττω]] (fut. καταπράξω) тж. med. исполнять, совершать, осуществлять, тж. достигать (τὴν [[ἀρχήν]], τὴν ἡγεμονίαν Xen.; med.: [[παντελῶς]] Plut.; τὸν γάμον Luc.; τι τῶν ἐπειγόντων Plut.): οὐκ ἐδύναντο καταπρᾶξαι, [[ὥστε]] … Xen. они не могли добиться, чтобы … - см. тж. [[καταπεπραγμένα]].
}}
}}