Anonymous

καταπακτός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπακτός:''' -ή, -όν ([[καταπήγνυμι]]), αυτός που κλείνει προς τα [[κάτω]], καταπακτὴ [[θύρα]], [[καταπακτή]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταπακτός:''' -ή, -όν ([[καταπήγνυμι]]), αυτός που κλείνει προς τα [[κάτω]], καταπακτὴ [[θύρα]], [[καταπακτή]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπακτός:''' опускающийся вниз: καταπακτὴ (v. l. καταρρακτὴ) [[θύρα]] Her. опускная дверь.
}}
}}