3,274,921
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταστύφω:''' [ῡ], [[καθιστώ]] [[κάτι]] στυφό ή [[ξινό]] — Παθ., μτχ. παρακ. <i>τὸ κατεστυμμένον</i>, ξινότητα, [[στυφότητα]], [[τραχύτητα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''καταστύφω:''' [ῡ], [[καθιστώ]] [[κάτι]] στυφό ή [[ξινό]] — Παθ., μτχ. παρακ. <i>τὸ κατεστυμμένον</i>, ξινότητα, [[στυφότητα]], [[τραχύτητα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταστύφω:''' (ῡ) делать твердым, жестким: τὸ κατεστυυμένον Plut. жесткость, черствость. | |||
}} | }} |