Anonymous

κατάλοιπος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(19)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάλοιπος]], -ον) [[καταλείπω]]<br />ο [[υπόλοιπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κατάλοιπο</i><br /><b>1.</b> ό,τι απομένει, το [[υπόλοιπο]]<br /><b>2.</b> ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική [[επεξεργασία]] ή από μια [[φυσική]], χημική κ.ά. [[μεταβολή]] (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών» β. «ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ένας]] από τους δύο.
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάλοιπος]], -ον) [[καταλείπω]]<br />ο [[υπόλοιπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κατάλοιπο</i><br /><b>1.</b> ό,τι απομένει, το [[υπόλοιπο]]<br /><b>2.</b> ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική [[επεξεργασία]] ή από μια [[φυσική]], χημική κ.ά. [[μεταβολή]] (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών» β. «ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ένας]] από τους δύο.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάλοιπος:''' остающийся, остальной, прочий Plut., Arst., NT.
}}
}}