Anonymous

καταχορδεύω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχορδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατακόπτω]] [[κάτι]] όπως το [[κρέας]] που προετοιμάζεται για [[λουκάνικο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταχορδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατακόπτω]] [[κάτι]] όπως το [[κρέας]] που προετοιμάζεται για [[λουκάνικο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχορδεύω:''' разрезать, вспарывать (τὴν γαστέρα Her.).
}}
}}