Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατασπέρχω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασπέρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατεπείγω]], σε Αριστοφ.· απόλ., <i>κατασπέρχον</i>, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ.
|lsmtext='''κατασπέρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατεπείγω]], σε Αριστοφ.· απόλ., <i>κατασπέρχον</i>, επείγον, αυτό που πιέζει, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασπέρχω:''' <b class="num">1)</b> толкать, гнать, теснить (λῃστὰς [[δορί]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> устрашать, пугать: ἔργῳ μὲν βραχὺ ὄν, [[ὄψει]] δὲ καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον Thuc. (опасность) по существу невелика, на вид же и на слух страшна.
}}
}}