Anonymous

κατασκηνόω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στήνω]] επί τόπου [[κατασκήνωση]] ή [[σκηνή]], [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι, αναπαύομαι.
|lsmtext='''κατασκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στήνω]] επί τόπου [[κατασκήνωση]] ή [[σκηνή]], [[στρατοπεδεύω]], [[καταλύω]], σε Ξεν.· γενικά, ξεκουράζομαι, τοποθετούμαι, αναπαύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκηνόω:''' <b class="num">1)</b> Xen., Polyb. = [[κατασκηνάω]];<br /><b class="num">2)</b> вить гнезда (ἐν τοῖς κλάδοις NT);<br /><b class="num">3)</b> находить пристанище или отдых (ἐπ᾽ ἐλπίδι NT).
}}
}}