Anonymous

καταβιόω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατεβίων</i>, μεταγεν. αόρ. αʹ <i>-εβίωσα</i>· [[τελειώνω]] την [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''καταβιόω:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>κατεβίων</i>, μεταγεν. αόρ. αʹ <i>-εβίωσα</i>· [[τελειώνω]] την [[ζωή]] μου, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβιόω:''' (fut. καταβιώσομαι, aor. 1 κατεβίωσα, aor. 2 κατεβίων) (тж. κ. τὸν βίον Plat.)<br /><b class="num">1)</b> проводить жизнь, жить ([[ἡδέως]] Plat.; μεθ᾽ ἡσυχίας Plut.);<br /><b class="num">2)</b> оканчивать свою жизнь (περὶ Ῥόδον σοφιστεύων κατεβίωσε, sc. [[Αἰσχίνης]] Plut.).
}}
}}