Anonymous

καταπάσσω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -[[πάσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[καταρραντίζω]] ή καταπιτσιλίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>καταπαττόμενος</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[επιρρίπτω]], στον ίδ.
|lsmtext='''καταπάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -[[πάσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[καταρραντίζω]] ή καταπιτσιλίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>καταπαττόμενος</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[επιρρίπτω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπάσσω:''' атт. [[καταπάττω]] (fut. καταπάσω) посыпать, усыпать (ἄλευρα Arst.; τέφραν κατὰ τῆς τραπέζης Arph.; τὰς κεφαλὰς πηλῷ Diod.; перен. πάντα βουλευματίων καὶ γνωμιδίων Arph.).
}}
}}