3,270,464
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -[[πάσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[καταρραντίζω]] ή καταπιτσιλίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>καταπαττόμενος</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[επιρρίπτω]], στον ίδ. | |lsmtext='''καταπάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -[[πάσω]],<br /><b class="num">I.</b> [[καταρραντίζω]] ή καταπιτσιλίζω, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>καταπαττόμενος</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[επιρρίπτω]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπάσσω:''' атт. [[καταπάττω]] (fut. καταπάσω) посыпать, усыпать (ἄλευρα Arst.; τέφραν κατὰ τῆς τραπέζης Arph.; τὰς κεφαλὰς πηλῷ Diod.; перен. πάντα βουλευματίων καὶ γνωμιδίων Arph.). | |||
}} | }} |