Anonymous

κατασοφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασοφίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[κατακτώ]] μέσω σοφισμάτων ή σοφιστειών, [[νικώ]] στην [[εξυπνάδα]], [[υπερτερώ]] στο [[πνεύμα]], σε Λουκ.· επίσης ως Παθ., ξεγελιέμαι με τεχνάσματα, στον ίδ.
|lsmtext='''κατασοφίζομαι:''' μέλ. <i>-ίσομαι</i>, αποθ., [[κατακτώ]] μέσω σοφισμάτων ή σοφιστειών, [[νικώ]] στην [[εξυπνάδα]], [[υπερτερώ]] στο [[πνεύμα]], σε Λουκ.· επίσης ως Παθ., ξεγελιέμαι με τεχνάσματα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασοφίζομαι:''' <b class="num">1)</b> побеждать софизмами, запутывать хитросплетениями, морочить (τινα Diod., Luc.; τὸ [[γένος]] τινός NT);<br /><b class="num">2)</b> запутываться в софизмах, быть поставленным в тупик ([[ὑπό]] τινος Plut.).
}}
}}