Anonymous

καταμωκάομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταμωκάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]], <i>τινος</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταμωκάομαι:''' αποθ., [[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]], <i>τινος</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταμωκάομαι:''' смеяться, насмехаться (τινος Plut.).
}}
}}