Anonymous

καταφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φανερώνω]], [[καθιστώ]] γνωστό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., μέλ. <i>-φᾰνήσομαι</i>, αόρ. βʹ κατ-εφάνην [ᾰ], [[γίνομαι]] [[ορατός]], εμφανίζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι αρκετά [[σαφής]] ή [[απλός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν</i>, ήταν φανερό στο Δάρειο ότι έκανε τεχνάσματα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταφαίνω:''' μέλ. <i>-φᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φανερώνω]], [[καθιστώ]] γνωστό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., μέλ. <i>-φᾰνήσομαι</i>, αόρ. βʹ κατ-εφάνην [ᾰ], [[γίνομαι]] [[ορατός]], εμφανίζομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι αρκετά [[σαφής]] ή [[απλός]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· <i>κατεφάνη τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν</i>, ήταν φανερό στο Δάρειο ότι έκανε τεχνάσματα, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταφαίνω:''' (med.-pass. fut. καταφᾰνήσομαι, aor. κατεφάνην)<br /><b class="num">1)</b> воочию показывать, объявлять (τοῦτον λόγον Pind.);<br /><b class="num">2)</b> med.-pass. становиться ясным, показываться (Κρίσης κατεφαίνετο [[κόλπος]] HH; τινί Her.);<br /><b class="num">3)</b> med.-pass. казаться: ὡς καταφαίνεταί μοι εἶναι Her. или ὥς γε καταφαίνεται [[ἐμοί]] Plat. как мне кажется; [[ὀρθῶς]] κατεφάνης λέγων Plat. ты, кажется, сказал правильно.
}}
}}