Anonymous

κατουρέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(6_20)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατουρέω''': οὐρῶ ἐπί τινος, τινος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 830· ἀπολ., «κατουρῶ», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 7, Λουκ.
|lstext='''κατουρέω''': οὐρῶ ἐπί τινος, τινος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 830· ἀπολ., «κατουρῶ», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 7, Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατουρέω:''' <b class="num">1)</b> обливать мочей (τινος Arph.);<br /><b class="num">2)</b> испускать мочу Arst., Luc.
}}
}}