Anonymous

κατήρης: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατήρης:''' -ες (*ἄρω), εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος με [[κάτι]], σε δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, εξοπλισμένα με [[κουπιά]], [[πλοῖον]] κατῆρες, κωπηλατικό [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>ταρσὸς κ</i>., [[καλά]] προσαρμοσμένο [[κουπί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατήρης:''' -ες (*ἄρω), εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος με [[κάτι]], σε δοτ., σε Ευρ.· λέγεται για πλοία, εξοπλισμένα με [[κουπιά]], [[πλοῖον]] κατῆρες, κωπηλατικό [[πλοίο]], σε Ηρόδ.· [[αλλά]], <i>ταρσὸς κ</i>., [[καλά]] προσαρμοσμένο [[κουπί]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατήρης:''' снабженный, оснащенный ([[πλοῖον]] Her.): [[σκάφος]] ταρσῷ κατῆρες Eur. корабль с веслами; κ. χλανιδίοις Eur. завернувшийся в плащ; τὸ [[θησαύρισμα]] Διονύσου ὀσμῇ κατῆρες Eur. душистое сокровище Диониса, т. е. вино.
}}
}}