Anonymous

κατορρωδέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατορρωδέω:''' Ιων. κατ-αρρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φοβάμαι]] υπερβολικά, τρομοκρατούμαι, αναστατώνομαι, με αιτ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[φοβάμαι]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] φόβου, στον ίδ.
|lsmtext='''κατορρωδέω:''' Ιων. κατ-αρρ-, μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φοβάμαι]] υπερβολικά, τρομοκρατούμαι, αναστατώνομαι, με αιτ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., [[φοβάμαι]], βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] φόβου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατορρωδέω:''' ион., καταρροδέω бояться, пугаться (τὸ ἐξ οὐρανῶν [[φάσμα]] Her.; τὸν [[ἔξω]] κίνδυνον Polyb.).
}}
}}