Anonymous

κατατραυματίζω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατατραυματίζω:''' Ιων. -[[τρωματίζω]], μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[καλύπτω]] με τραύματα, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πλοία, [[κατατρυπώ]], [[αχρηστεύω]] ολοκληρωτικά, σε Θουκ.
|lsmtext='''κατατραυματίζω:''' Ιων. -[[τρωματίζω]], μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[καλύπτω]] με τραύματα, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πλοία, [[κατατρυπώ]], [[αχρηστεύω]] ολοκληρωτικά, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατραυματίζω:''' ион. [[κατατρωματίζω]]<br /><b class="num">1)</b> покрывать ранами, изранивать (τινά Polyb., Plut.); pass. получать раны (ἐν προσβολαῖς τῶν πολεμίων Thuc.; κατατετρωματίσθαι καὶ οὐκ οἵους [[ἔσεσθαι]] χεῖρας ἀνταείρασθαι Her.);<br /><b class="num">2)</b> повреждать (τὰς [[πλείους]] τῶν [[νεῶν]] Thuc.).
}}
}}