Anonymous

καταψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Μέσ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ψηφίζω]] [[εναντίον]] ή σε [[αποδοκιμασία]], [[καταδίκη]], [[κατάκριση]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ξεν.· <i>κ. τινος κλοπήν</i>, τον βρήκαν ένοχο κλοπής, σε Πλάτ.· ομοίως στον παρακ. Παθ., κατεψηφισμένοι [[αὐτοῦ]] θάνατον, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., στον Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ, έχω καταψηφιστεί, σε Πλάτ., Δημ.· λέγεται για [[ποινή]], [[αποφαίνομαι]] αρνητικά, [[δίκη]] κατεψηφισμένη τινός, σε Θουκ.· κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ [[θάνατος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ψηφίζω]] καταφατικά, [[επιδοκιμάζω]], σε Αριστ.
|lsmtext='''καταψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i> — Μέσ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ψηφίζω]] [[εναντίον]] ή σε [[αποδοκιμασία]], [[καταδίκη]], [[κατάκριση]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ξεν.· <i>κ. τινος κλοπήν</i>, τον βρήκαν ένοχο κλοπής, σε Πλάτ.· ομοίως στον παρακ. Παθ., κατεψηφισμένοι [[αὐτοῦ]] θάνατον, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., στον Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ, έχω καταψηφιστεί, σε Πλάτ., Δημ.· λέγεται για [[ποινή]], [[αποφαίνομαι]] αρνητικά, [[δίκη]] κατεψηφισμένη τινός, σε Θουκ.· κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ [[θάνατος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ψηφίζω]] καταφατικά, [[επιδοκιμάζω]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταψηφίζομαι:''' <b class="num">1)</b> голосовать за осуждение: κ. τινος Plat. выносить обвинительный приговор кому-л.; κ. τινος θάνατον Lys. приговаривать кого-л. к смертной казни; καταψηφισθῆναι θανάτου Plat. быть приговоренным к смерти;<br /><b class="num">2)</b> объявлять виновным: κ. κλοπὴν τοῦ Περικλέους Plat. признать Перикла виновным в краже;<br /><b class="num">3)</b> (о приговоре) выноситься, объявляться: [[δίκη]] [[ἤδη]] κατεψηφισμένη [[σφῶν]] Thuc. уже произнесенный над ними приговор;<br /><b class="num">4)</b> выносить решение, решать Arst.
}}
}}