Anonymous

καταρρέπω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κάνω [[κάτι]] να ρέπει προς τη μια [[μεριά]], προς μια [[κατεύθυνση]], κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.
|lsmtext='''καταρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κάνω [[κάτι]] να ρέπει προς τη μια [[μεριά]], προς μια [[κατεύθυνση]], κάνω να λυγίσει, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταρρέπω:''' <b class="num">1)</b> наклоняться, склоняться, опускаться Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.;<br /><b class="num">2)</b> бросать вниз, низвергать ([[τύχη]] ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ᾽ [[ἀεί]] Soph.).
}}
}}