3,274,919
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κάνω [[κάτι]] να ρέπει προς τη μια [[μεριά]], προς μια [[κατεύθυνση]], κάνω να λυγίσει, σε Σοφ. | |lsmtext='''καταρρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, κάνω [[κάτι]] να ρέπει προς τη μια [[μεριά]], προς μια [[κατεύθυνση]], κάνω να λυγίσει, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταρρέπω:''' <b class="num">1)</b> наклоняться, склоняться, опускаться Polyb., Plut., Epicur. ap. Plut.;<br /><b class="num">2)</b> бросать вниз, низвергать ([[τύχη]] ὀρθοῖ καὶ [[τύχη]] καταρρέπει τὸν εὐτυχοῦντα τὸν δὲ δυστυχοῦντ᾽ [[ἀεί]] Soph.). | |||
}} | }} |