Anonymous

κατασκεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατασκεδάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διασκορπίζω]] ή [[περιχύνω]], <i>τικατά τινος</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>τί τινος</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. φήμην</i>, [[διαδίδω]] [[φήμη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[περιχύνω]] ή [[ραντίζω]] [[τριγύρω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''κατασκεδάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -σκεδάσω [ᾰ],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[διασκορπίζω]] ή [[περιχύνω]], <i>τικατά τινος</i>, σε Αριστοφ.· επίσης, <i>τί τινος</i>, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κ. φήμην</i>, [[διαδίδω]] [[φήμη]] [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> Μέσ., [[περιχύνω]] ή [[ραντίζω]] [[τριγύρω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κατασκεδάννυμι:''' и (в pf. и impf.) κατασκεδαννύω (fut. κατασκεδάσω - атт. [[κατασκεδῶ]])<br /><b class="num">1)</b> разливать, выливать ([[θερμόν]] τι [[κατά]] τινος Arph.; τὰς ἀμίδας τινός Dem.): κατεσκεδάσατο τὸ [[κέρας]] Xen. (Севт выпил и) выплеснул свой бокал;<br /><b class="num">2)</b> распространять, рассеивать, распускать (τὴν φήμην Plat.; οὐχ [[οὗτος]] ὁ [[λόγος]] ἐν τῇ πόλει κατεσκέδασται Lys.);<br /><b class="num">3)</b> перен. обрушивать, изливать (ὕβριν εἴς τινα, ἀδοξίαν τινός Plut.; ὅλας ἁμάξας βλασφημιῶν τινος Luc.).
}}
}}