Anonymous

κατοχή: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατοχή:''' ἡ ([[κατέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κράτηση]], [[συγκράτηση]], [[περιορισμός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάληψη]] από [[πνεύμα]], [[έμπνευση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατοχή:''' ἡ ([[κατέχω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κράτηση]], [[συγκράτηση]], [[περιορισμός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κατάληψη]] από [[πνεύμα]], [[έμπνευση]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατοχή:''' ἡ (= [[κατοκωχή]])<br /><b class="num">1)</b> задержание, арест (τοῦ Ἱστιαίου Her.);<br /><b class="num">2)</b> помеха, задержка (ἀνείρξεις καὶ κατοχαί Plut.);<br /><b class="num">3)</b> одержимость, исступление (κατοχαὶ καὶ ἐνθουσιασμοί Plut.).
}}
}}