Anonymous

καταπλύνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπλύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[πλένω]] χύνοντας, [[καταβρέχω]], [[ξεπλένω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξεπλένω]]· — Παθ., μεταφ., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται, το [[ζήτημα]] έχει ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν.
|lsmtext='''καταπλύνω:''' [ῡ],<br /><b class="num">I.</b> [[πλένω]] χύνοντας, [[καταβρέχω]], [[ξεπλένω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ξεπλένω]]· — Παθ., μεταφ., τὸ [[πρᾶγμα]] καταπέπλῠται, το [[ζήτημα]] έχει ξεπλυθεί, δηλ. έχει λησμονηθεί, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπλύνω:''' (ῡ)<b class="num">1)</b> ополаскивать, омывать (ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> споласкивать, смывать (τὸ [[ὑγρόν]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> перен. смывать, стирать, изглаживать из памяти ([[νῦν]] δ᾽ [[ἤδη]] καταπέπλῠται τὸ [[πρᾶγμα]] Aeschin.).
}}
}}