Anonymous

καταπροτερέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(6_3)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπροτερέω''': [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, τινος Διόδ. 17. 33.- Παθ., ἡττῶμαι, ὑποχωρῶ, τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 1. 47, 9., 16. 19, 1.
|lstext='''καταπροτερέω''': [[ὑπερβάλλω]], ὑπερτερῶ, τινος Διόδ. 17. 33.- Παθ., ἡττῶμαι, ὑποχωρῶ, τινι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Πολύβ. 1. 47, 9., 16. 19, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπροτερέω:''' иметь превосходство, превосходить (τινος Diod.); pass. быть превзойденным, быть побежденным (τινι Polyb.).
}}
}}