Anonymous

κεραυνόω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραυνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[πλήττω]] με κεραυνούς, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>κεραυνωθείς</i>, σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''κεραυνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[πλήττω]] με κεραυνούς, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>κεραυνωθείς</i>, σε Ησίοδ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραυνόω:''' (тж. κ. βέλεσι Pind.) поражать молнией (τινα Her., Plat.; κεραυνωθείς [[Φαέθων]] Arst. и [[Ἴναχος]] Plut.).
}}
}}