Anonymous

κηδεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κῆδος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιμελούμαι]], [[προσέχω]], [[φροντίζω]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]], [[περιποιούμαι]] νεκρό, [[κλείνω]] τα μάτια του, [[θάβω]], [[πενθώ]], [[θρηνώ]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνάπτω]] [[συγγένεια]] με γάμο, μνηστεύομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· κ. [[λέχος]], προσ., κάνω κάποιον συγγενή μου μέσω του γάμου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., <i>οἱ κηδεύσαντες</i>, αυτοί που σύνηψαν γάμο, στον ίδ.
|lsmtext='''κηδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κῆδος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιμελούμαι]], [[προσέχω]], [[φροντίζω]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ιδίως]], [[περιποιούμαι]] νεκρό, [[κλείνω]] τα μάτια του, [[θάβω]], [[πενθώ]], [[θρηνώ]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνάπτω]] [[συγγένεια]] με γάμο, μνηστεύομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· κ. [[λέχος]], προσ., κάνω κάποιον συγγενή μου μέσω του γάμου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., <i>οἱ κηδεύσαντες</i>, αυτοί που σύνηψαν γάμο, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κηδεύω:''' <b class="num">1)</b> заботиться, ухаживать, окружать заботой (τὸν τυφλόν Soph.; πόλιν, νύμφην Eur.);<br /><b class="num">2)</b> окружать уходом, лечить ([[νόσημα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> хоронить, предавать погребению (τινά Plut.): ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς Soph. (Орест), похороненный чужими руками;<br /><b class="num">4)</b> выдавать замуж (τὴν παῖδα Eur.) (см. οἱ [[κηδεύσαντες]]);<br /><b class="num">5)</b> вступать в брак (τινί Dem.): τὸ κηδεῦσαι καθ᾽ ἑαυτόν Aesch. равный брак; [[τοῦτο]] κήδευσον [[λέχος]] Soph. вступи в этот брак.
}}
}}