Anonymous

κεροβάτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "( " to "("
(3)
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κεροβάτης
|Full diacritics=κεροβᾰ́της
|Medium diacritics=κεροβάτης
|Medium diacritics=κεροβάτης
|Low diacritics=κεροβάτης
|Low diacritics=κεροβάτης
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerovatis
|Transliteration C=kerovatis
|Beta Code=keroba/ths
|Beta Code=keroba/ths
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ,</b> (κέρας) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">horn-footed, hoofed</b>, κεροβάτας Πάν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>230</span> (lyr.): acc. to some Gramm., <b class="b2">he that goes with horns</b>, i.e. <b class="b2">the horned god</b>; acc. to Sch., <b class="b2">he that walks the mountain-peaks</b> (cf. [[κέρας]] v.<span class="bibl">6</span>).</span>
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, ([[κέρας]]) [[horn-footed]], [[hoofed]], κεροβάτας Πάν Ar.''Ra.''230 (lyr.): acc. to some Gramm., [[he that goes with horns]], i.e. [[the horned god]]; acc. to Sch., [[he that walks the mountain-peaks]] (cf. [[κέρας]] v.6).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ὁ, bei Suid. auch [[κεραβάτης]], der auf Horn- oder Bocksfüßen Schreitende, od. der gehörnt Einherschreitende, Pan, Ar. Ran. 230; nach den Schol. auch erkl. ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρῶν βαίνων, schwerlich richtig.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1425.png Seite 1425]] ὁ, bei Suid. auch [[κεραβάτης]], der auf Horn- oder Bocksfüßen Schreitende, od. der gehörnt Einherschreitende, Pan, Ar. Ran. 230; nach den Schol. auch erkl. ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρῶν βαίνων, schwerlich richtig.
}}
{{ls
|lstext='''κεροβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ([[κέρας]]) ἔχων πόδας ἐκ [[κερατίνης]] ὕλης, ἔχων πόδας [[μετὰ]] ὁπλῶν ἢ χηλῶν, κεροβάτας Πὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 230 (Λυρ.)· κατά τινας Γραμμ., ὁ περιπατῶν [[μετὰ]] κεράτων, δηλ. ὁ [[κερασφόρος]] [[θεός]]· κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρέων βαίνων», ὁ βαδίζων ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων (πρβλ. [[κέρας]] IX)· ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 22. 2· ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ Πάν· [[ἤτοι]] ὅτι κέρατα ἔχει, ἢ οἱονεὶ [[κερατοβάτης]], τὴν βάσιν ἔχων κερατίνην, [[ἐπεὶ]] τὰ [[κάτω]] τράγου εἶχεν».
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux pieds de corne (<i>ép. de Pan</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[βαίνω]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux pieds de corne (<i>ép. de Pan</i>).<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[βαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεροβάτης -ου, Dor. κεροβάτας &#91;[[κέρας]], [[βαίνω]]] op hoeven lopend ([[epithet]] van Pan).
}}
{{elru
|elrutext='''κεροβάτης:''' ου adj. m шествующий на копытах, т. е. козлоногий ([[Πάν]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεροβάτης]] (και [[κεραβάτης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[άποψη]] μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που περπατά με κέρατα στο [[κεφάλι]], δηλ. ο [[κερασφόρος]] [[θεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κρημνο</i>-[[βάτης]], <i>σχοινο</i>-[[βάτης]].
|mltxt=[[κεροβάτης]] (και [[κεραβάτης]], -ου, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την [[άποψη]] μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που περπατά με κέρατα στο [[κεφάλι]], δηλ. ο [[κερασφόρος]] [[θεός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), [[πρβλ]]. [[κρημνοβάτης]], [[σχοινοβάτης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[κέρας]], [[βαίνω]]), αυτός που έχει πόδια από κέρατα, με οπλές στα πόδια, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κεροβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[κέρας]], [[βαίνω]]), αυτός που έχει πόδια από κέρατα, με οπλές στα πόδια, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κεροβάτης:''' ου adj. m шествующий на копытах, т. е. козлоногий ([[Πάν]] Arph.).
|lstext='''κεροβάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ([[κέρας]]) ἔχων πόδας ἐκ [[κερατίνης]] ὕλης, ἔχων πόδας μετὰ ὁπλῶν ἢ χηλῶν, κεροβάτας Πὰν Ἀριστοφ. Βάτρ. 230 (Λυρ.)· κατά τινας Γραμμ., ὁ περιπατῶν μετὰ κεράτων, δηλ. ὁ [[κερασφόρος]] [[θεός]]· κατὰ δὲ τὸν Σχολ. «ὁ εἰς τὰ κέρατα τῶν ὀρέων βαίνων», ὁ βαδίζων ἐπὶ τῶν κορυφῶν τῶν ὀρέων (πρβλ. [[κέρας]] IX)· ἴδε Hemst. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 22. 2· ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὁ Πάν· [[ἤτοι]] ὅτι κέρατα ἔχει, ἢ οἱονεὶ [[κερατοβάτης]], τὴν βάσιν ἔχων κερατίνην, [[ἐπεὶ]] τὰ [[κάτω]] τράγου εἶχεν».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κερο-βᾰ́της, ου, [[κέρας]], [[βαίνω]]<br />[[horn]]-footed, hoofed, Ar.
}}
}}