Anonymous

κατορθόω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατορθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] ίσια, [[ανορθώνω]], [[ανοικοδομώ]], σε Ευρ. μεταφ., [[κρατώ]] ίσιο, [[τοποθετώ]] σε όρθια [[στάση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεκπεραιώνω]] επιτυχώς, [[φέρνω]] σε επιτυχή [[έκβαση]], σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., [[ευημερώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>δρᾶν κατώρθωσαι</i>, σωστά σκόπευες να πράξεις, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., όπως στην Παθ., [[προβαίνω]] ευτυχώς, [[επιτυγχάνω]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>τὸ κατορθοῦν</i>, [[επιτυχία]], σε Δημ.
|lsmtext='''κατορθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τοποθετώ]] ίσια, [[ανορθώνω]], [[ανοικοδομώ]], σε Ευρ. μεταφ., [[κρατώ]] ίσιο, [[τοποθετώ]] σε όρθια [[στάση]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[διεκπεραιώνω]] επιτυχώς, [[φέρνω]] σε επιτυχή [[έκβαση]], σε Πλάτ., Δημ. — Παθ., [[ευημερώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Ηρόδ., Ευρ.· <i>δρᾶν κατώρθωσαι</i>, σωστά σκόπευες να πράξεις, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., όπως στην Παθ., [[προβαίνω]] ευτυχώς, [[επιτυγχάνω]], σε Θουκ., Ξεν.· <i>τὸ κατορθοῦν</i>, [[επιτυχία]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατορθόω:''' <b class="num">1)</b> выпрямлять ([[δέμας]] Eur.; τὰ [[μέλη]] τοῦ παιδός Plat.);<br /><b class="num">2)</b> направлять: κατορθοῦντες φρένα Soph. в здравом уме; [[ἐπειδὴ]] δρᾶν κατώρθωσαι φρενί Aesch. поскольку ты решился действовать;<br /><b class="num">3)</b> заставлять воспрянуть духом, ободрять (βροτούς Soph.);<br /><b class="num">4)</b> успешно доводить до конца, благополучно завершать (τὸν ἀγῶνα Lys.; πολλὰ καὶ [[μεγάλα]] πράγματα Plat.; ὁδόν Dem.; περὶ πάντα Plut.): οὐ κατώρθωται [[τέχνη]] Eur. хитрость не удалась; ἃ κατορθούμενα [[μέν]] …, σφαλέντα δέ … Thuc. в случае удачи этого …, в случае же провала …; τὸ κ. Arst., Dem., Polyb. удача, успех; τουτὶ κατωρθώκαμεν περὶ ἐπιστήμης Plat. этот вопрос о знании мы разрешили успешно;<br /><b class="num">5)</b> одерживать верх, побеждать (τῇ μάχῃ Polyb.).
}}
}}