Anonymous

κιλλίβας: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κιλλίβας:''' -αντος, ὁ, στον πληθ., <i>κιλλίβαντες</i>, [[τρίποδο]] [[υποστήριγμα]], <i>κιλλίβαντες ἀσπίδος</i>, [[βάση]] στήριξης ασπίδας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κιλλίβας:''' -αντος, ὁ, στον πληθ., <i>κιλλίβαντες</i>, [[τρίποδο]] [[υποστήριγμα]], <i>κιλλίβαντες ἀσπίδος</i>, [[βάση]] στήριξης ασπίδας, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κιλλίβᾱς:''' αντος (λῐ) ὁ [[κίλλος]] кипр. «осел»] трехногая подставка, козлы (для щита) Arph.
}}
}}