Anonymous

κλαστάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλαστάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κλάω]]), [[περιποιούμαι]] [[αμπέλι]], [[κλαδεύω]]· μεταφ., <i>κλ. τινά</i>, «[[κόβω]] τα φτερά κάποιου», τον [[ταπεινώνω]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κλαστάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κλάω]]), [[περιποιούμαι]] [[αμπέλι]], [[κλαδεύω]]· μεταφ., <i>κλ. τινά</i>, «[[κόβω]] τα φτερά κάποιου», τον [[ταπεινώνω]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλαστάζω:''' досл. обрезывать ветви, подрезать, перен. укрощать, смирять (στρατηγούς Arph.).
}}
}}