Anonymous

κινναμώμινος: Difference between revisions

From LSJ
3
(20)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κινναμώμινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κιννάμωμον]]<br />αυτός που παρασκευάζεται από [[κιννάμωμο]] ή με [[κιννάμωμο]].
|mltxt=[[κινναμώμινος]], -ίνη, -ον (Α) [[κιννάμωμον]]<br />αυτός που παρασκευάζεται από [[κιννάμωμο]] ή με [[κιννάμωμο]].
}}
{{elru
|elrutext='''κιννᾰμώμινος:''' сделанный из корицы, коричный ([[μύρον]] Polyb.; πύλαι Luc.).
}}
}}