Anonymous

κληρονόμος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κληρονόμος:''' ὁ ([[νέμομαι]]), [[κάποιος]] που λαμβάνει [[μερίδιο]] κληρονομιάς, [[κληρονόμος]], [[κληροδόχος]], [[νόμιμος]] μεριδούχος, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''κληρονόμος:''' ὁ ([[νέμομαι]]), [[κάποιος]] που λαμβάνει [[μερίδιο]] κληρονομιάς, [[κληρονόμος]], [[κληροδόχος]], [[νόμιμος]] μεριδούχος, σε Δημ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κληρονόμος:''' ὁ и ἡ наследник: κ. τινός Lys., Plat., NT наследник кого(чего)-л.; κληρονόμον τινὰ καθιστάναι Dem. (καταλείπειν Arst., ἀπολείπειν Plut., γράφειν Anth.) сделать кого-л. (своим) наследником; σὺ ὁ τοῦ λόγου κ. Plat. ты, чья очередь говорить.
}}
}}