Anonymous

κοινόφρων: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''κοινόφρων:''' -ον ([[φρήν]]), αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινόφρων:''' 2, gen. φρονος одинаково думающий, одинакового образа мыслей, единодушный (τινί Eur.).
}}
}}