Anonymous

κιννάμωμον: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κιννάμωμον:''' τό, κανέλλα, γλωσσικό [[δάνειο]] από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''κιννάμωμον:''' τό, κανέλλα, γλωσσικό [[δάνειο]] από τους Φοίνικες, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κιννάμωμον:''' τό<b class="num">1)</b> корица Her., Arst., NT, Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> киннамом (индийская птица, строящая гнездо из веточек корицы) Arst.
}}
}}