Anonymous

κινητήριος: Difference between revisions

From LSJ
3
(20)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α [[κινητήριος]], -ία, -ον) [[κινητήρ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταδώσει [[κίνηση]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κινητήρια [[δύναμη]]» <br />α) η [[δύναμη]], η [[ενέργεια]] που θέτει [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br />β) <b>μτφ.</b> το απαραίτητο [[μέσο]] με το οποίο μπορεί να πετύχει [[κάποιος]] [[κάτι]] («κινητήρια [[δύναμη]] [[σήμερα]] [[είναι]] το [[χρήμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κινητήριον</i><br /><b>1.</b> η [[κουτάλα]], το [[κίνητρο]]<br /><b>2.</b> [[οίκος]] ανοχής, [[πορνείο]].
|mltxt=-α, -ο,θηλ. και -ος και -ία (Α [[κινητήριος]], -ία, -ον) [[κινητήρ]]<br />[[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταδώσει [[κίνηση]] σε [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κινητήρια [[δύναμη]]» <br />α) η [[δύναμη]], η [[ενέργεια]] που θέτει [[κάτι]] σε [[κίνηση]] ή σε [[λειτουργία]]<br />β) <b>μτφ.</b> το απαραίτητο [[μέσο]] με το οποίο μπορεί να πετύχει [[κάποιος]] [[κάτι]] («κινητήρια [[δύναμη]] [[σήμερα]] [[είναι]] το [[χρήμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κινητήριον</i><br /><b>1.</b> η [[κουτάλα]], το [[κίνητρο]]<br /><b>2.</b> [[οίκος]] ανοχής, [[πορνείο]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῑνητήριος:''' <b class="num">1)</b> движущий, погоняющий, преследующий (μύοψ Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> возбуждающий, вызывающий (ἀλγεινὰ θυμοῦ Aesch. - v. l. κ. ἀλγεῖν ἃ θυμοῦ [[κάρτα]]).
}}
}}