Anonymous

κολοιός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κολοιός:''' ὁ, [[καλιακούδα]], [[κάργια]], Λατ. [[graculus]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Αριστοφ.· παροιμ., κολοιὸς [[ποτὶ]] κολοιόν, όμοιος με όμοιο, σε Αριστ.· <i>κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται</i>, «χαίρεται με [[ξένα]] [[κόλλυβα]]», σε Λουκ.
|lsmtext='''κολοιός:''' ὁ, [[καλιακούδα]], [[κάργια]], Λατ. [[graculus]], σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Αριστοφ.· παροιμ., κολοιὸς [[ποτὶ]] κολοιόν, όμοιος με όμοιο, σε Αριστ.· <i>κολοιὸς ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται</i>, «χαίρεται με [[ξένα]] [[κόλλυβα]]», σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κολοιός:''' ὁ<b class="num">1)</b> галка: κ. [[ποτὶ]] или παρὰ κολοιόν погов. Arst. свой к своему тянется (досл. галка к галке); κ. ἀλλοτρίοις πτεροῖς ἀγάλλεται погов. Luc. галка рядится в чужие перья;<br /><b class="num">2)</b> болтливый как галка, болтун Arph., Polyb.
}}
}}