Anonymous

κνημίς: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κνημίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κνήμη]]), [[περικνημίδα]] ή [[μέρος]] πανοπλίας από το [[γόνατο]] ως τον αστράγαλο, Λατ. acrea, <i>περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· οι <i>κνημῖδες</i> δένονταν στον αστράγαλο με πόρπες ([[ἐπισφύρια]])· οι <i>βόειαι κνημῖδες</i> είναι περικνημίδες από [[δέρμα]] βοδιού, που φορούνταν από τους γεωργούς, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''κνημίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κνήμη]]), [[περικνημίδα]] ή [[μέρος]] πανοπλίας από το [[γόνατο]] ως τον αστράγαλο, Λατ. acrea, <i>περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· οι <i>κνημῖδες</i> δένονταν στον αστράγαλο με πόρπες ([[ἐπισφύρια]])· οι <i>βόειαι κνημῖδες</i> είναι περικνημίδες από [[δέρμα]] βοδιού, που φορούνταν από τους γεωργούς, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κνημίς:''' ῖδος (ῑ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> кнемида, поножа, наголенник (ἑανοῦ κασσιτέροιο Hom.; ὀρειχάλκοιο Hes.);<br /><b class="num">2)</b> pl. обмотки (περὶ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς [[δέδετο]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> обод (по друг. спица) колеса Diod.
}}
}}